ἐνωπαδίς

ἐνωπαδίς
ἐνωπαδίς
indeclform (adverb)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ενωπαδίς — και ενωπαδίως και ενωπαδόν ἐνωπαδὶς και ἐνωπαδίως και ἐνωπαδόν (Α) επίρρ. κατά πρόσωπο, κατ όψη, στη φάτσα, φανερά, ενώπιον (διάφ. γραφή τού ενωπαδίως: ενωπιδίως) …   Dictionary of Greek

  • κατωπαδίς — (Μ) επίρρ. ενωπαδίς*, ενώπιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *κατ ῶπα (< κατ(α) * + ὦπα αιτ. εν. τού ὤψ) + κατάλ. δί(ω)ς, πρβλ. ἐν ωπα δί(ω)ς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”